- ἱππαΐς
- ἱππ-ᾱΐς, ΐδος, ἡ, hyperdor. for ἱππηΐς, fem. ofA
ἱππικός 1.3
, of a knight, πόρπα, i.e. fibula which fastened the trabea of a Roman eques, Epigr.Gr.985.1 ([place name] Philae).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἱππικός 1.3
, of a knight, πόρπα, i.e. fibula which fastened the trabea of a Roman eques, Epigr.Gr.985.1 ([place name] Philae).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιππαΐς — ἱππαΐς, ΐδος, ἡ (Α) [ίππος] (δωρ. τ. αντί ίππηΐς) επιγρ. φρ. «ἱππαΐς πόρπα» πόρπη η οποία συγκρατούσε το ιμάτιο Ρωμαίου πολίτη που ανήκε στους ιππείς … Dictionary of Greek
ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι … Dictionary of Greek